Ενας στους δύο ανέργους έχει συμπληρώσει ένα τουλάχιστον χρόνο εκτός της αγοράς εργασίας. Στην ίδια μοίρα μία στις πέντε γυναίκες, τρεις στους δέκα νέους, ένας στους δέκα πτυχιούχους
Χωρίς δουλειά μία στις πέντε γυναίκες, τρεις στους δέκα νέους, ένας στους δέκα πτυχιούχους, ενώ ένας στους δύο ανέργους έχει συμπληρώσει ένα τουλάχιστον χρόνο εκτός της αγοράς εργασίας.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το πρώτο τρίμηνο φέτος δείχνουν ότι οι καταγεγραμμένοι άνεργοι έφτασαν τους 792.601, ενώ οι απασχολούμενοι τους 4.194.429, με το ποσοστό της ανεργίας να ανεβαίνει για το διάστημα αυτό στο 15,9%, από 14,2% το τέταρτο τρίμηνο πέρυσι και 11,7% το πρώτο τρίμηνο του 2010.
Σε ετήσια βάση η απασχόληση μειώθηκε κατά 5,2% και ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 35,1%.
Η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων παραμένει μεγάλη, με το ποσοστό ανεργίας των γυναικών στο 19,5% έναντι "μόλις" 13,3% για τους άνδρες.
Οι νέοι ως 29 ετών αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (30,9%), ενώ ειδικά οι νέες γυναίκες είναι άνεργες σε ποσοστό 35,8%.
Η ανεργία χτυπάει πολύ σκληρότερα τους Ελληνες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αλλά δεν είναι αμελητέα και στους πτυχιούχους ΑΕΙ-ΤΕΙ (10,6%), ακόμη και σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (9,8%).
Το ποσοστό των "νέων ανέργων", δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 22,8% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι "νέοι" ή "παλαιοί" άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 46,6%.
Οι αλλοδαποί που βρίσκονται νόμιμα στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από τους Ελληνες (19,8% έναντι 15,5%), αλλά παράλληλα είναι οικονομικά ενεργοί σε πολύ υψηλότερο ποσοστό (73,3% έναντι 52%).
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 6,8% του συνόλου (από 6,4% ένα χρόνο πριν). Το 54,1% όσων έχουν αυτή τη σχέση εργασίας δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, ενώ 5,9% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες.
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,4%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.